- ἐνδέομαι
- + V 2-0-0-1-0=3 Dt 8,9; 15,8; Prv 28,27to be in want, to lack
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἐνδέομαι — ἐνδέω bind in pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) ἐνδέω 1 bind in pres ind mp 1st sg ἐνδέω 2 fall short pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek
ԿԱՐՕՏԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1077 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 12c չ. ἑνδέομαι egeo, indigeo ἁπορέω, ἑκλείπω deficio եւն. որ եւ ԿԱՐՕՏԻՄ, եւ ԿԱՐՕՏ եմ. Պէտս ունել. ետիլ. նուազիլ. կարօտութիւն քաշել. *որ տայ աղքատաց, ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԱՐՕՏԻՄ — (եցայ.) NBH 1 1077 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ձ. ԿԱՐՕՏԻՄ ἑνδέομαι, ἑπιδέομαι, ἁπορέω egeo, indigeo, deficio. որ եւ ԿԱՐՕՏԱՆԱԼ. Կարօտ լնել կամ գտանիլ. կարիս եւ պէտս ունել. եւ Չքաւորիլ. նուազիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)